Το διαζύγιο είναι ένα σύνηθες πλέον φαινόμενο, με σημαντικές προεκτάσεις που εγγίζουν πλήθος εκφάνσεων της ανθρώπινης ζωής και αφορούν νομικές συνέπειες, την ψυχολογία των παιδιών, την περιουσιακή και προσωπική κατάσταση, καθώς και την ψυχοσύνθεση των εμπλεκομένων. Σύμφωνα με την Eurostat τις τελευταίες δεκαετίες ο αριθμός των γάμων έχει μειωθεί αισθητά, με το αντίστοιχο ποσοστό των διαζυγίων να βαίνει αυξανόμενο. Επειδή πρόκειται περί μίας πράξης που είναι ουσιωδώς νομική, αλλά και με μεγάλο ειδικό βάρος ένεκα της στενής σύνδεσης με την οικογενειακή κατάσταση όσων προβαίνουν στη λύση του γάμου τους, είναι κρίσιμο να τηρούνται οι διαδικασίες και να είναι εκ των προτέρων γνωστές οι έννομες συνέπειες και τα δικαιώματα εκάστου εκ των ενδιαφερομένων.
Προκαταρκτικά πρέπει να καταστεί σαφής μία ορολογική διάκριση: όταν γίνεται λόγος περί διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, δεν επέρχεται λύση του γάμου. Η διακοπή της συμβίωσης συνιστά αθέτηση της σχετικής υποχρέωσης που προβλέπεται στο άρθρο 1386 ΑΚ και πραγματοποιείται με τη φυσική και ψυχική απομάκρυνση των συζύγων με βούληση τερματισμού της κοινωνίας βίου που είχε συσταθεί με την τέλεση του γάμου. Όταν λοιπόν δεν υφίσταται έγγαμη συμβίωση, χωρίς όμως να έχει τελεσθεί κάποια νομική πράξη για τον τερματισμό του γάμου, οι σύζυγοι τελούν σε διάσταση, κατάσταση που υπό προϋποθέσεις συνεπάγεται έννομες συνέπειες, σημαντικότερες εκ των οποίων είναι η ενδεχόμενη υποχρέωση καταβολής διατροφής (1391 παρ. 1 ΑΚ) και το δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα με τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης (1400 παρ. 1 και 2 ΑΚ).
Στο διά ταύτα: διαζύγιο αποκαλείται η λύση του γάμου (θρησκευτικού ή πολιτικού) με αίτηση ενός ή αμφοτέρων συζύγων, συναινετικά ή κατ’ αντιδικία. Για να επέλθει ο τερματισμός του γάμου απαιτείται η έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης κατά 1438 ΑΚ ή συμφωνία των συζύγων κατά 1441 ΑΚ, προϋποτίθεται δηλαδή μία επίσημη πράξη προκειμένου η διαδικασία να είναι έγκυρη και να επέλθει το σύνολο των συνεπειών που προβλέπονται αναλυτικά στον νόμο.
Το συναινετικό διαζύγιο αποτελεί διαδικασία λύσης του γάμου που αποβαίνει προς το συμφέρων των συζύγων λόγω εξοικονόμησης χρόνου και αποφυγής προστριβών που συχνά συνοδεύουν μία δικαστική διμάχη. Για την έκδοσή του απαιτείται έγγραφη συμφωνία ή κοινή ψηφιακή δήλωση. Η κατάρτιση της έγγραφης συμφωνίας και η υποβολή κοινής ψηφιακής δήλωσης προϋποθετουν την παρουσία ή ψηφιακή σύμπραξη πληρεξουσίου δικηγόρου κατά 1441 ΑΚ. Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του ιδίου άρθρου: «Όταν η συμφωνία είναι έγγραφη, υπογράφεται από τους ίδιους (ενν. τους συζύγους) και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή μόνο από από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας». Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, πρέπει να ορίζεται η κατανομή της γονικής μέριμνας, κυρίως δε η επιμέλεια, ο τόπος διαμονής, η επικοινωνία και η διατροφή. Η έγγραφη συμφωνία ή η κοινή ψηφιακή δήλωση υποβάλλονται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους σε συμβολαιογράφο για την κατάρτιση πράξης, η οποία πρέπει να απέχει τουλάχιστον δέκα ημέρες από την υπογραφή της συμφωνίας ή της δήλωσης. Η συμβολαιογραφική πράξη υπογράφεται από συζύγους και πληρεξουσίους δικηγόρους και η λύση του γάμου επέρχεται με κατάθεση αντιγράφου στο ληξιαρχείο της σύστασης του γάμου ή – εναλλακτικά – το ληξιαρχείο ενημερώνεται με χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών.
Εάν δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των συζύγων είναι ασφαλώς δυνατή η προσφυγή στο Δικαστήριο ώστε να λυθεί ο γάμος με διαδικασία κατ’ αντιδικία. Ο ενδιαφερόμενος σύζυγος οφείλει μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου να καταθέσει αγωγή στο αρμόδιο Δικαστήριο ζητώντας τη λύση του γάμου για έναν από τους περιοριστικά προβλεπόμενους στον νόμο λόγους. Το Δικαστήριο εξετάζει εάν συντρέχει ισχυρός κλονισμός του γάμου, ήτοι λόγοι που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου ή αμφοτέρων των συζύγων και καθιστούν αφόρητη την εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης (1439 παρ. 1 ΑΚ). Το κλονιστικό του γάμου γεγονός αξιολογείται τόσο από αντικειμενική σκοπιά, αλλά και λαμβάνοντας υπόψιν τις συγκεκριμένες προσωπικές περιστάσεις και κρίνοντας βάσει τούτων εάν πράγματι ο γάμος έχει υποστεί κλονισμό. Η διγαμία, η μοιχεία, η εγκατάλειψη, η επιβουλή ζωής και η ενδοοικογενειακή βία καθιερώνονται στον νόμο ως μαχητά τεκμήρια ισχυρού κλονισμού, ήτοι η απόδειξή τους συνεπάγεται ισχυρό κλονισμό, χωρεί όμως και ανταπόδειξη από τον εναγόμενο. Λύση του γάμου μπορεί να ζητηθεί και λόγω αφάνειας του ενός συζύγου (1440 ΑΚ).
Η τρίτη παράγραφος του άρθρου 1439 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης του επονομαζόμενου και «αυτόματου» διαζυγίου. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία η αγωγή περιλαμβάνει αίτημα λύσης του γάμου λόγω διετούς τουλάχιστον διάστασης, ο χρόνος της οποίας υπολογίζεται κατά τον χρόνο της συζήτησης της αγωγής. Η απαγγελία της απόφασης προϋποθέτει αποκλειστικά και μόνο την απόδειξη με μάρτυρες ή έγγραφα ότι πράγματι έχουν συμπληρωθεί δύο έτη κατά τα οποία οι σύζυγοι τελούν σε διάσταση. Σημειώνεται ότι νομολογιακά έχει κριθεί ότι η διάσταση μπορεί να υπάρξει ακόμα και σε περίπτωση που οι σύζυγοι εξακολουθούν να συμβιούν υπό την ίδια στέγη, με την έμφαση να μετατοπίζεται στο άϋλο στοιχείο της ψυχικής απομάκρυνσής τους.
Η έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης λύσης του γάμου συνεπάγεται ορισμένα νομικά αποτελέσματα που εκτείνονται σε προσωπικό και περιουσιακό επίπεδο. Ο γάμος λύεται για το μέλλον (δηλαδή όχι αναδρομικά) και παύει η συζυγική σχέση και οι απορρέουσες εξ’ αυτής υποχρεώσεις. Γεννάται αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (1400 ΑΚ) για τον σύζυγο που συνέβαλλε στην αύξηση της περιουσίας του ετέρου, αλλά και δικαίωμα διατροφής υπό ορισμένες προϋποθέσεις αφορώσες τη δυνατότητα ενός εκ των συζύγων να διατρέψει εαυτόν (1442 ΑΚ). Εξαιρετικά κρίσιμο είναι το ζήτημα της γονικής μέριμνας. Η μείζων μεταρρύθμιση που εισήχθη με τον Νόμο 4800/2021 προσανατόλισε το οικογενειακό δίκαιο εντονότερα στην προάσπιση του συμφέροντος των τέκνων, καθιερώνοντας ρητώς την από κοινού και εξίσου (1510 ΑΚ) άσκηση της γονικής μέριμνας, ειδικότερη έκφανση της οποίας είναι και η επιμέλεια. Με τις νέες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, η λύση/ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή η διακοπή της συμβίωσης των συζύγων ή συμβίων, έχει ως συνέπεια την άσκηση της «συνεπιμέλειας», διότι σύμφωνα με το άρθρο 1513 ΑΚ, σε περίπτωση λύσης του γάμου και οι δύο γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου (το σύνολο) της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων τους.