ΘΕΜΑ: ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΑΠΟ ΥΠΟΧΡΕΟ ΓΟΝΕΑ ΚΑΤΟΙΚΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ

Εισαγωγικά θα πρέπει να ειπωθεί πως οι υποθέσεις οικογενειακού δικαίου με διασυνοριακό χαρακτήρα και στοιχεία αλλοδαπότητας είναι πολύπλοκες και χρήζουν ιδιαίτερης νομικής αντιμετώπισης.
Παρατίθεται λοιπόν κάτωθι μια σύντομη ανάλυση των ισχύοντων Διεθνών και Ευρωπαικών Κανονισμών και Συμβάσεων αναφορικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και την συνεργασία των κρατών σε υποθέσεις που αφορούν υποχρεώσεις διατροφής.
Για το ειδικό θέμα των υποχρεώσεων διατροφής έχει τεθεί σε ισχύ από τον Ιούνιο του 2011 ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 4/2009 που αφορά υποθέσεις διατροφής μεταξύ κρατών μελών .Στενά συνδεδεμένος με τον Κανονισμό 4/2009 είναι η Διεθνή Σύμβαση της Χάγης του 2007 “για την ικανοποίηση απαιτήσεων σε διεθνές επίπεδο διατροφής για παιδιά και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής” καθώς και το πρωτόκολλο της Χάγης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής (2007). Τα δύο ως άνω συμβατικά κείμενα έχουν υπογραφεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και δεσμεύουν όλα τα κράτη μέλη της.
Στόχος και φιλοδοξία του κανονισμού 4/2009 και του Πρωτοκόλλου της Χάγης είναι να επιτραπεί στους δικαιούχους να επιτυγχάνουν εύκολα, γρήγορα και συνήθως χωρίς έξοδα έναν εκτελεστό τίτλο που θα είναι σε θέση να κυκλοφορήσει χωρίς εμπόδια στον Ευρωπαϊκό Δικαστικό χώρο και να καταλήξει στην τακτική πληρωμή των οφειλόμενων ποσών. Το κατά πόσο αυτό έχει επιτευχθεί και σε ποιο βαθμό, απαιτεί μια λεπτομερή και σε βάθος ανάλυση των ισχυόντων Ευρωπαϊκών και Διεθνών Συμβάσεων και εκφεύγει του σκοπού της παρούσας εισαγωγικής τοποθέτησης.
Συνοπτικά λοιπόν ο Κανονισμός εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας.
Σύμφωνα με τον κανονισμό 4/2009 (αρθ. 15) το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής καθορίζεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω Πρωτοκόλλου:
«Εκτός αντίθετης διάταξης του Πρωτοκόλλου, οι υποχρεώσεις διατροφής διέπονται από το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής. Σε περίπτωση αλλαγής της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους της νέας συνήθους διαμονής από την στιγμή κατά την οποία επέρχεται η συγκεκριμένη μεταβολή. ».
Συνεπώς ο κανόνας είναι ότι εφόσον ένα τέκνο διαμένει μόνιμα σε μια χώρα της Ε.Ε. το ζήτημα της διατροφής του θα κριθεί με βάσει το δίκαιο της χώρας αυτής. (Εξαίρεση ισχύει ως προς την Δανία και το Ην. Βασίλειο)
Μια σημαντικότατη αλλαγή που επέφερε ο Κανονισμός 4/2009 είναι η κατάργηση του exequatur. Αυτό εν συντομία σημαίνει ότι σε αντίθεση με το προγενέστερο καθεστώς (το οποίο απαιτούσε διαδικασία στο κράτος εκτέλεσης προκειμένου να κηρυχθεί εκτελεστή μια απόφαση άλλου κράτους μέλους) πλέον οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007, είναι εκτελεστές σε άλλο κράτος μέλος ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΝΑ ΚΥΡΗΧΘΕΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ. Μετά την πλήρη κατάργηση λοιπόν της διαδικασίας exequatur όλες οι αποφάσεις σχετικά με υποχρεώσεις διατροφής κυκλοφορούν ελεύθερα χωρίς κανέναν έλεγχο ουσίας στο κράτος μέλος στο οποίο επιδιώκεται η εκτέλεση τους.
Σημαντικό είναι επίσης να ειπωθεί ότι στα κράτη μέλη που δεσμέυονται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007, ο κανόνας που εισάγεται με τον κανονισμό 4/2009 είναι η άμεση και αυτοδίκαιη (ipso iure ήτοι αυτόματη) αναγνώριση των αποφάσεων, δίχως να προβλέπεται άλλη εσωτερική διαδικασία αναγνώρισης και χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα προσβολής της αναγνώρισής τους. Επιπλέον, οι αποφάσεις που είναι εκτελεστές στο κράτος προέλευσης, είναι εκτελεστές σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί η εκτελεστότητα τους.
(Ενδεικτική Ελληνική Νομολογία: ΜπρΘεσς 155/2013, 28373/2014 ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜΠρ Ρόδου 98/2014, ΜΠρωτ Ιωαννίνων 133/2014, ΜΠρωτ Λαρ 214/2016 αδημ. )
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του κανονισμού 4/2009 όπως και άλλων ευρωπαϊκών νομοθετημάτων είναι η υποχρέωση των κρατών (με εξαίρεση τη Δανία) να ορίσουν μια Κεντρική Αρχή. Κεντρική αρχή για την Ελλάδα είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων-Τμήμα Δικαστικής Συνεργασίας σε Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις. Η κεντρική αρχή έχει την υποχρέωση να συνδράμει τους αιτούντες στην κίνηση των διαδικασιών, όπως υποβολή αιτήσεων κ.α. προκειμένου για την επιτυχή διεκπεραίωση της διεκδίκησης της διατροφής από τον δικαιούχο.
Συνεπώς ο εκάστοτε δικαιούχος διατροφής σε οποιοδήποτε κράτος μέλος (όπως για παράδειγμα την Ελλάδα και την Κύπρο) μπορεί, εφόσον έχει στα χέρια του μια δικαστική απόφαση, (στην έννοια της απόφασης για τους σκοπούς του κανονισμού 4/2009 περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί συμβιβασμοί και τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκτελεστό χαρακτήρα) να εκτελέσει αυτή σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. (όπου κατοικεί ο υπόχρεος για καταβολή της διατροφής γονέας) χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσει την διαδικασία αναγνώρισης της στο κράτος όπου πρόκειται να εκτελεστεί.
Παρότι ο Κανονισμός 4/2009 και η Σύμβαση της Χάγης του 2007 έχουν συμβάλει σημαντικά στην δημιουργία ενός λειτουργικού και απλοποιημένου διεθνούς συστήματος είσπραξης αξιώσεων διατροφής η εν λόγω διαδικασία παραμένει περίπλοκη και απαιτεί την συνδρομή εξειδικευμένου στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο Συνηγόρου για την καλύτερη προάσπιση των δικαιωμάτων του εκάστοτε δικαιούχου.