Σύμφωνα με το άρθρο 1511 παρ. 3 του Αστικού μας κώδικά « Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετική με την γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του». Η γνώμη λοιπόν του τέκνου θα πρέπει να αναζητείται αν διαθέτει την απαραίτητη ωριμότητα και μπορεί να εκφράσει ελεύθερα, συνειδητά και ανεπηρέαστα τη βούληση του. Φυσικά επί ανηλίκων μικρής ηλικίας, η βούληση αυτή θα πρέπει να αξιολογείται προσεκτικά καθώς αρκετές φορές στηρίζεται στην μονομερή επίδραση του ενός εκ των γονέων. (ΜΠρΠατρ 554/2001). Η Νομολογία των Δικαστηρίων της χώρας στο ζήτημα αυτό είναι πλούσια και η κάθε υπόθεση αξιολογείται με βάση τα μοναδικά της δεδομένα. Έτσι λοιπόν σε κάποιες περιπτώσεις παρά και την αποστροφή ακόμα του τεκνου προς την μητέρα το Δικαστήριο έχει διαγνώσει πως αυτή αποτελεί προϊόν διαβολής.) ΑΠ.242/1986 ενώ αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις ακόμα και όταν το τέκνο δηλώνει την επιθυμία του να μείνει με την μητέρα το Δικαστήριο διέγνωσε ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με το πραγματικό συμφέρον του. ενδ. ΜΠΘες 23568/2011 (Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψιν του την επιθυμία του ανηλίκου να μείνει με τη μητέρα, διότι λόγω της κακής άσκησης της επιμέλειας από αυτήν και των ιατρικών γνωματεύσεων που προσκομίσθηκαν κατά τη διαδικασία, έκρινε ότι η απομάκρυνση του από το περιβάλλον της θα λειτουργούσε γι’ αυτό ευεργετικά.)
Όσον αφορά το δικονομικό σκέλος της διαδικασίας λήψης της ανωτέρω γνώμης καθορίζεται στο άρθρο Κ.Πολ.Δ. 612 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα. «…Για την επικοινωνία με το τέκνο ορίζονται και καταχωρίζονται στα πρακτικά του αρμοδίου Δικαστηρίου, ο χρόνος και ο τόπος της συνάντησης, καθώς και ο Δικαστής που θα επικοινωνήσει με το τέκνο. Με διαταγή του Δικαστηρίου, που καταχωρίζεται επίσης στα πρακτικά, καλείται να παρουσιάσει το τέκνο όποιος διαμένει μαζί του….» Η γνώμη του τέκνου συνεκτιμάται, δεν είναι όμως δεσμευτική για το Δικαστήριο, το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο να την ακολουθήσει ή να αιτιολογήσει ειδικώς την μη αποδοχή της. Σημασία έχει επίσης να τονιστεί ότι από το Νόμο και την ερμηνεία του ΔΕΝ προκύπτει υποχρέωση του Δικαστηρίου παράθεσης της γνώμης του τέκνου στην απόφαση που θα εκδοθεί διότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οξύνει ακόμα περισσότερο τις ούτως ή άλλως τεταμένες σχέσεις των διαδίκων προκαλώντας αντανακλαστικά βλάβη στο συμφέρον του τέκνου το οποίο ο Νομοθέτης επιθυμεί να προστατέψει.