Νόμιμη η συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα που γίνεται στο πλαίσιο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών τους σχέσεων, για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου. ( ΟλΑΠ 6/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροπφοριών ΔΣΑ)

Κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η σύμβαση της άφεσης χρέους, που αφορά παραίτηση από ενοχικό και μόνο δικαίωμα, ήτοι από απαίτηση, προϋποθέτει υπάρξαν ή υπαρκτό, κατά τον χρόνο της σύναψής της, χρέος και όχι μελλοντικό, αόριστο ή εντελώς άγνωστο. Αν η σύμβαση αφορά χρέος που έχει αποσβεσθεί ή δεν έχει συσταθεί ποτέ, τότε πρόκειται για δικαιοπραξία βεβαιωτική της απόσβεσης ή για αρνητική αναγνωριστική σύμβαση αντίστοιχα, ενώ αν αφορά απαίτηση υπό αίρεση ή ακόμη μη γεννηθείσα, αλλά μέλλουσα, τότε πρόκειται για συμφωνία εκ των προτέρων προσδιοριστική της έκτασης της ενοχής. Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων, ενώ, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου και των άρθρων 3, 174, 178, 871 και 1441 ΑΚ, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η τελευταία (συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα) τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της, εξ αυτού αποκλειστικά του λόγου διαζυγίου, λύσης του γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ.
Πράγματι, με το από Ιανουαρίου 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπεγράφη από αμφοτέρους τους διαδίκους ” οι κάτωθι συμβαλλόμενοι: α) αφενός μεν ο Δ. Χ. του Μ., Δικηγόρος…β) αφετέρου δε η Κ. Π. του Γ., σύζυγος του Δ. Χ., Δικηγόρος, συμφώνησαν και έκαναν αμοιβαίως αποδεκτά, τα ακόλουθα: “Οι ως άνω συμβαλλόμενοι……. με το παρόν σήμερα αποφασίζουν και συμφωνούν ρητά να λύσουν το γάμο τους με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου…. Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν προς αλλήλους ότι – με την επιφύλαξη των ανωτέρω – δεν έχουν ούτε διατηρούν καμία άλλη αξίωση ή απαίτηση κατ’ αλλήλων από οποιαδήποτε αιτία, ούτε υπάρχει αξίωση ή απαίτηση από οικονομική συνεισφορά εκατέρωθεν στην επίτευξη της περιουσίας του άλλου κατά τη διάρκεια του γάμου τους και πάντως παραιτούνται αμοιβαία και χωρίς καμία επιφύλαξη τυχόν άλλων αξιώσεων τους κατ’ αλλήλων. Οι ως άνω συμβαλλόμενοι δηλώνουν ρητώς ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμα διάρρηξης, ακύρωσης και γενικώς προσβολής του παρόντος ιδιωτικού συμφωνητικού για οποιοδήποτε ουσιαστικό ή τυπικό λόγο ή αιτία και για όσα αναφέρονται στα άρθρα 178, 179 και 388 του Α.Κ.”. Αμφότεροι οι διάδικοι, υπογράφοντας το ως άνω συμφωνητικό και γνωρίζοντας άριστα, ως δικηγόροι και οι δύο, το περιεχόμενό του και τις συνέπειες των δηλώσεών τους, προέβησαν σε ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών τους σχέσεων και των εκατέρωθεν αξιώσεων τους, ενόψει της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, στα πλαίσια αυτά και ενόψει της κοινής τους επιθυμίας για λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, οι διάδικοι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατόπιν κοινής αίτησής τους, την οποία απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, και σε δύο συνεδριάσεις, που έγιναν στις 16.3.2007 και στις 29.10.2007 αντίστοιχα, δήλωσαν νομότυπα ότι συμφωνούν να λυθεί ο γάμος τους με συναινετικό διαζύγιο, οπότε και εκδόθηκε η 3040/2007 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ τους γάμου, η οποία ήδη κατέστη αμετάκλητη.
Συνεπώς, με την πλήρωση της αίρεσης, δηλαδή της έκδοσης του συναινετικού τους διαζυγίου, επήλθε αυτοδίκαια η απόσβεση της αξίωσης της ενάγουσας της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, από την οποία παραιτήθηκε με δήλωση ισχυρή, σοβαρή και έγκυρη. Σημειώνεται δε, ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα δεν παραιτήθηκε από χρέος μελλοντικό, όπως η ίδια αβάσιμα ισχυρίζεται με το σχετικό λόγο της έφεσής της, αλλά τουναντίον προέβη σε έγκυρη σύμβαση άφεσης χρέους (άρθρα 361 και 454 Α.Κ.), υπό αναβλητική αίρεση, με την οποία τόσο η ίδια, όσο και ο εφεσίβλητος συμφώνησαν ότι παραιτούνται αμοιβαία από τις οποιεσδήποτε απαιτήσεις τους στις εκατέρωθεν οικονομικές συνεισφορές τους στην επαύξηση της περιουσίας του καθενός από αυτούς, υπό την αίρεση λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, με την πλήρωση της αιρέσεως αυτής, η οποία επήλθε με λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, επήλθε και απόσβεση των εκατέρωθεν αξιώσεών τους από τη συμμετοχή τους στα αποκτήματα του αντιδίκου τους.
Είναι λοιπόν, κατέληξε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, νόμιμη η συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα που γίνεται στο πλαίσιο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών τους σχέσεων, για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβει τελικά χώρα η λύση του γάμου τους.